(ή un –glass- el pisses ΑΑ)
Στόλισα τη σπηλιά με κεριά
τα ονόμασα φιλιά αγγέλων
πήραν λάμψη απο τη φωτιά
που κάποτε μόνη ξεχείλιζε
τη φανταστική αυτή γωνιά
φωτίζοντας άδειο σκοτάδι
ανέκφραστων κοινωνών
το φιλί τι φιτίλι της μοιάζει
που καίει και που χαράζει
με το βουβό αυτο μαράζι
με κρυφή, σχεδόν λάγνα
αγωνία, για τις ανάσες
μη σβήσουν τη φωτιά
που άναψε τόσο παλιά
ώστε θυμάμαι αμιδρά
διατυρώντας ένα μνήμη
μη καίρινη για το τω θεώ
ορθά το βέλος ανέρχεται
μετά απ σε διάφανο καπνό
σε απ το φανό ως το σύνορο
φωτίζοντας τ’άδειο σκοτάδι
τω ανέκφραστων κοινωνών
διαλύεται. διαλύουν τα όρια
αγάπη μου, ποιός να στο πεί
με τους άγριους πειρατές σου
που προσπαθείς να μας πίσεις
σκοτεινοιάζοντας άπειρο βάθος
υγρές σκιές ως την τρομαχτική
διάσταση του εγωειοιμαυτού
και τυφλώνοντας μεσε
πως θα ρθεις
(art Degas)
βράχος Νοέ 09
χημεικό είναι, εργασρ=ιουιου
ΑπάντησηΔιαγραφήττττττττ
ΑπάντησηΔιαγραφή