Τι με κάνει να νιώθω τόσο βαριά. Τι με κάνει να νιώθω τέτοια
αποστροφή από την κοινωνία και την κοινή ζωή. Τι με κάνει να μην καταλαβαίνω το
πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι στέκονται όρθιοι και μπορούν να ζουν μέσα σε αυτό που
αποστρέφουν το βλέμμα τους, από αυτό που δεν μπορώ να προσπερνώ. Είναι οι
σχέσεις εξάρτησης, ο μόχθος που χαρίζεται για το ξεροκόμματο κι όλο αυτό το
ανακάτεμα που μ’ ανακατεύει και με δηλητηριάζει θανάσιμα. Οι χιλιάδες ανάσες που
ακούω απ’ τα κελιά. Τα καλοντυμένα παιδιά που ανακατεύονται στην εικόνα με τη
βρωμιά και τα όνειρά τους που βλέπω να ανθίζουν μέσα στο κρανίο τους χώμα, που
πέφτουν τα απόνερα και ξεραίνονται με τα χρόνια.
Γιατί όπου πήγα αηδίασα κι όπου πέτυχα ένιωσα προδομένη. Τι
με κάνει να νιώθω τόσο βαριά. Τα παιδιά με τα ποδήλατα που τρέχουν μακριά να ξεφύγουν
από τις συμβουλές τις ωμότητας και τις χυδαιότητας και του κέρδους την κονσέρβα.
Γιατί δεν ένιωσα ποτέ μια γαλήνια αγκαλιά παρά μόνο από την γιαγιά μου πριν τα
επτά μου και τώρα απ’ τα παιδιά μου. Τι με κάνει να νιώθω τόσο βαριά και να
αλαφραίνω μόνο έξω από τον κόσμο. Πρέπει να δείξω στα παιδιά μου τον κόσμο.
Πρέπει να δείξω στα παιδιά μου έναν ωραίο κόσμο. Τους δείχνω φύση και τέχνη μα
δυσκολεύομαι να τους πω για τον κόσμο. Ρίχνω στο κεφάλι μου νερά. Πιάνω τον
εαυτό μου και τον ταρακουνάω και του λέω τι κάνεις μαλάκα ξύπνα από τον
εφιάλτη.
Ποιος είναι ο εφιάλτης; Τοίχοι που κλείνουν και με
συνθλίβουν, δράκοι που βγαίνουν από βιβλία, μια βιασύνη που με αγκυλώνει και με
ρίχνει σε κατατονία, μια φωνή που δεν βγαίνει και μια πτώση που γλυστρώ από
ψηλά.
Δε με πρόδωσε τίποτε, όλα εγώ τα εγκαταλείπω. Ψέματα. Θέλω να
λέω την τελευταία πρώτη σε αυτούς που προσπαθούν ενώ δεν προσπαθώ παρά τρέχω να
ξεχαστώ από την μάνα που δεν άντεξε κι έσπασε, από τον πατέρα που ποτέ δεν με
έσωσε. Από εκείνους τους αγώνες που νίκησα και από τους αγώνες που έχασα και δεν
ήταν κανένας δικός μου εκεί να με δει.
Τι με κάνει να νιώθω τόσο άβολα και βαριά. Μέσα στην
γκλαμουριά να νιώθω το πιο απαίσιο ψέμα που θέλω να τσαλακώσω και να σκίσω. Σαν
τα ποιήματά μου τα πιο γλυκά που μοιάζουν με οργασμικά βογγητά κάποιου που στο
κλάμα πεθαίνει.
Τα βλέμματα πάνω μου με ενοχλούνε. Τα τρυφερά χάδια πάνω μου
με τρίβουν σαν σύρματα που τις σάρκες μου ξεκολλούνε και θέλω να κλάψω και να
γίνω παιδί που κλαίει από μεγάλη τρομάρα. Και στέκομαι κι αλλάζω και γίνομαι
αυτό που δεν είμαι, μια διεκπεραιωτική άψογη μηχανή κι ύστερα γειά σας. Αλλά
ούτε κι αυτό μπορώ να κάνω πια.
Είμαι το παιδί που άρχισε επιτέλους να κλαίει. Και να
ουρλιάζει ΜΑΝΑ. Σε χρειάζομαι ΜΑΝΑ. Δεν είμαι φάντασμα στα σκοτάδια. Δεν είσαι
το φάντασμα που ψάχνω στα σκοτάδια. ΜΑΝΑ. Δεν είμαι δυνατή ΜΑΝΑ, ένα παιδί
είμαι. Ένα παιδί είμαι ΜΑΝΑ. Βγάλε με στην κοινωνία ΜΑΝΑ. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΛΕΦΤΑ ΜΑΝΑ, δε
θέλω φαί μάνα. ΜΑΝΑ τί θέλω. ΜΑΝΑ θέλω;
ΜΑΝΑ (στίχοι:Nancy Diapan)
Τι με κάνει να νιώθω τόσο βαριά.
Τι με κάνει να νιώθω τέτοια αποστροφή
Γαμώ την κοινωνία.
Είναι οι σχέσεις εξάρτησης
ο μόχθος για το ξεροκόμματο
κι όλο αυτό το ανακάτεμα που μ’ ανακατεύει
και με δηλητηριάζει θανάσιμα.
Οι χιλιάδες ανάσες που ακούω απ’ τα κελιά.
Τα καλοντυμένα παιδιά
που ανακατεύονται στην εικόνα με τη βρωμιά
και τα όνειρά τους που βλέπω
να ανθίζουν μέσα στο κρανίο τους χώμα
που πέφτουν τα απόνερα και ξεραίνονται με τα χρόνια.
Γιατί όπου πήγα αηδίασα κι όπου πέτυχα ένιωσα προδοσία.
Τι με κάνει να νιώθω τόσο βαριά
Τα παιδιά με τα ποδήλατα που τρέχουν μακριά
να ξεφύγουν από τις συμβουλές τις ωμότητας
και τις χυδαιότητας
του κέρδους την κονσέρβα
Γιατί δεν ένιωσα ποτέ γαλήνια ούτε μέσα στην κοιλιά
Μια γαλήνια αγκαλιά
παρά μόνο από την γιαγιά μου πριν τα επτά μου
και τώρα απ’ τα παιδιά μου;
Τι με κάνει να νιώθω τόσο βαριά
και να αλαφραίνω μόνο έξω από τον κόσμο
Πρέπει να δείξω στα
παιδιά μου τον κόσμο
Πρέπει να δείξω στα παιδιά έναν ωραίο κόσμο.
Τους δείχνω την φύση και την τέχνη
μα δυσκολεύομαι να τους πω για τον κόσμο
Ρίχνω στο κεφάλι μου νερά
Πιάνω τον εαυτό μου και τον ταρακουνάω
του λέω τι κάνεις μαλάκα ξύπνα από τον εφιάλτη
Τοίχοι που κλείνουν και με συνθλίβουν
Δράκοι που βγαίνουνε από βιβλία
μια βιασύνη που με
αγκυλώνει
και με ρίχνει σε κατατονία
μια φωνή που δεν βγαίνει και μια πτώση
από ψηλά όλη η ιστορία.
Ξέρω δε με πρόδωσε τίποτε όλα εγώ τα εγκαταλείπω
Ψέματα είναι; Θέλω να λέω την τελευταία πρώτη
σε όσους προσπαθούν
ενώ εγώ δεν προσπαθώ παρά τρέχω
να ξεχαστώ από την μάνα που δεν άντεξε κι έσπασε
από τον πατέρα μου που ποτέ δεν με έσωσε
κι από εκείνους τους αγώνες που νίκησα
και από αυτούς που έχασα
που δεν ήταν κανένας δικός μου εκεί να με δει.
Τι με κάνει να νιώθω τόσο άβολα και βαριά
Μέσα στην γκλαμουριά να νιώθω το πιο σιχαμένο ψέμα
που θέλω να τσαλακώσω και να σκίσω
Σαν τα ποιήματά μου τα πιο παλιά
που μοιάζουν με οργασμικά βογγητά
κάποιου που στο κλάμα πεθαίνει.
Τα βλέμματα πάνω μου με ενοχλούνε
Τα τρυφερά χάδια πάνω μου με τρυπούνε
σαν σύρματα που τις σάρκες μου ξεκολλούνε
και θέλω να κλάψω και να γίνω παιδί
που κλαίει από μεγάλη τρομάρα.
Και στέκομαι κι αλλάζω
και γίνομαι αυτό που δεν μοιάζω
μια διεκπεραιωτική άψογη μηχανή
κι ύστερα γειά σας.
Αλλά ούτε κι αυτό πια.
Άκουμε τώρα
Είμαι το παιδί που άρχισε επιτέλους να κλαίει
Και να ουρλιάζει ΜΑΝΑ.
Σε χρειάζομαι ΜΑΝΑ.
Δεν είναι το φάντασμα στα σκοτάδια.
Δεν είσαι το φάντασμα που ψάχνω ΜΑΝΑ
Δεν είμαι δυνατος ΜΑΝΑ,
ένα παιδί είμαι. Ένα παιδί είμαι ΜΑΝΑ.
Που δε με έβγαλες στην κοινωνία
ΜΑΝΑ. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΛΕΦΤΑ
δε θέλω φαί μάνα.
ΜΑΝΑ τί θέλω. ΜΑΝΑ θέλω;