
[Αναρωτιέμαι τα βράδια, του επαναλαμβανόμενου θεάτρου, αν γεμίζω ή αδειάζω, από εσένα. ]
Την σκοτεινή στοά θολώνει καπνός. Ο απαγορευμένος. Η ένταση της μουσικής δυνατή, είναι για να καλύπτει τις σκέψεις. Μόνο οι εμμονές επιβιώνουν σε αυτόν τον χώρο. Και χορεύουν. Παραπατούν, στροβιλίζονται δερβίσικα, θεριεύουν τη μέθη.
Οι αλλοιωμένες φιγούρες γύρω μου ξεκινούν να σου μοιάζουν. Κάποιος, κάπου, προσπαθεί κάτι να πει και η γλώσσα του κυλά στον λαβύρινθο του αυτιού μου. Στην ιδανική σου μορφή, την απεριόριστη, την ανέμελα γοητευτική, την δεκτική, την ανύπαρκτη.
Αρχίζω το παραμύθι, το διεγερτικό. Σφραγίζω το νου με την εικόνα της φαντασίας και προχωρώ στο κενό. Γυρνώ και για αγάπη σου τραγουδώ.
[Αν υπήρχε τέτοια ζυγαριά θα ήθελα να συγκρίναμε τα ψεύδη μας. Αυτά των καταστάσεων και τα άλλα των συναισθημάτων.]
Κερνώ τις ανοιχτές πληγές μου αλκοόλ. Τις πυροδοτώ με την φλόγα του κεριού της ψυχής μου. Το χύνω στα μάτια και τα αυτιά μου, στις ρόγες των δακτύλων. Εξαλείφω τις αισθήσεις. Το σπαταλώ. Μα η θύμηση τους στέκει στην είσοδο του μυαλού θαυμαστός Κολοσσός. Αναπαριστώ τις στιγμές μας με ακέφαλο παρτενέρ.
Ναι, αυτόν που πολύ με τον Χάροντα μοιάζει. Σαν στης αυγής το φως ασελγεί στου ονείρου μου το σώμα. Χαράζει, με λεπίδια την μέρα.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για τον έρωτα. Την γλυκιά αυτή αγκινάρα με τα αγκάθια και τη διάρκεια πεταλούδας.
(art Magritte Rene)