Είδα στον ύπνο μου οτι είχαμε πάει σε ένα νησι διακοπές με μια Βάσω φίλη της κουμπάρας μου που δουλεύει στους εκδοτικούς και μέναμε στο σπίτι της κουμπάρας μου που δούλευε συνέχεια και δεν τη βλέπαμε καθόλου. Κάποια στιγμή κοιτούσα στην παραλία τα κύματα σε φώναξα να τα δεις και είχε μαυρίσει ο ουρανός και είχε σηκωθεί η θαλασσα μιλάμε 100 μέτρα κύμα. Μετά είδα που είχαμε ξαπλώσει βράδυ μεσημέρι δεν καταλάβαινα και κοιτιώμασταν και κάτι σου είπα για της τρίχες και άφησες αυτή τη Βάσω που δουλεύει στους εκδοτικούς που κοιμόταν δίπλα σου και ήρθες από πάνω μου και κοιταζόμασταν και λέγαμε τα πιο δύσκολα πράγματα με τα μάτια που καίγονταν κι από πόθο και πολύ σιγά έκανα χώρο και κάθησες στο κρεβάτι μου και ήταν μια κουβέρτα ανάμεσά μας που πολύ αργά ανασηκώθηκα και την τράβηξα και την έριξα στο πάτωμα και ξάπλωσες δίπλα μου και μου έπιασες το πρόσωπο από το μάγουλο και μιλούσαμε καθηλωμένα με τα μάτια πολύ έντονα όλη αυτή την ώρα και ήρθαμε κοντά και ενωθήκαν τα χείλη μας και γλυφτήκαμε λιγο με πολύ μικρές κινήσεις και πέρασα το χέρι μου απο κάτω σου και σφίχτηκε η αγκαλιά μας και τότε πήγε να ανοίξει το φιλί μας αλλς ένιωσα από πίσω μου την μικρή που σήκωσε τα σκεπάσματα και χώθηκε στο κρεβάτι και μας έκοψε και κάτσαμε μαζί αλλά ήταν όλο πολύ ευτυχισμένη στιγμή. Και σηκώθηκα μετά από λίγο να πάω στο λιμάνι να δω τι γίνεται με την κακοκαιρία και τον αποκλεισμό που ήταν πολύ περπάτημα μέχρι εκεί πέρα. Η θάλασσα είχε πέσει αλλά δεν είχε καράβι γιατί ίσχυε το απαγορευτηκό και μπήκα στο γραφείο που πίσω είχε ένα καμαράκι με κουζίνα κι είχε πατώσει μια κατσαρόλα με χταπόδι και μακαρονάκι κοφτό και την έκλεισα τη φωτιά στο τσακ είχε χυλώσει και μύριζε πολύ ωραία. Και έφυγα να γυρίσω πίσω. Στην μέση της διαδρομής βρήκα σε ένα τραπεζάκι έναν αναπτήρα και το κινητό μου που τα είχα ξεχάσει και τα πήρα και προχώρησα αλλά σα να είχα κάνει περισότερο δρόμο κι ένιωσα ότι έμπαινα σε άλλο τοπίο κι ότι είχα χαθεί κι εκεί ξεκίναγε μια ανηφόρα με αναλαχίδες κομμένες από μπολντόζα από ξερό κοκκινόχωμα και σιγουρεύτηκα ότι είχα χαθεί κι είδα τον Θοδωρή μακριά πάνω να κάθεται να με κοιτάει. Κι εκεί ένιωσα πολύ χαμένη και πήρα στο κινητό την κουμπάρα μου να της πω το σκηνικό στο τοπίο να μου πει που το έχασα να γυρίσω και μου είπε θα δεις τον Θοδωρή κάθευται στη διασταύρωση ρώτησέ τον και ξύπνησα. Πετάχτηκα από τον ύπνο μου και ξύπνησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή