Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

..






Εἰς τὴν ὥρα, ποὺ σκιασμένος,
καὶ παράξενα ντυμένος,
βγαίνει ὁ κλέφτης γιὰ νὰ κλέψει,
κι ὁ φονιὰς γιὰ νὰ φονέψει, -
σ᾿ ἄλλους τόπους ἐννοῶ
κλεψιές, φόνους, κι ὄχι ἐδῶ -
εἶδα ἓν ὄνειρο μουρλό,
καὶ θὰ τὸ διηγηθῶ.
Μὲς στὸ νοῦ μου ἡ ψεσινή,
ἡ περίφημη θανή,
μίαν ἐντύπωση εἶχε ἀφήσει,
ποὺ ὁ καιρὸς δὲ θὰ τὴ σβήσει.
Καὶ στὸν ὕπν᾿ ὁ λογισμός μου
τὴν ξανάφερεν ὀμπρός μου.
Στ᾿ ὄνειρό μου ἀγροίκαα πάλι
τὸν παπὰ Τσετσὲ νὰ ψάλλει,
μὲ τὴν τάξη τ᾿ς Ἐκκλησίας.
Ὅμως ἔκαν᾿ ἐξ αἰτίας
τοῦ ὄνειρού μου τοῦ μουρλοῦ,
τὴ φωνὴ τοῦ κουνουπιοῦ.
Πλῆθος ἔβλεπα λαμπάδες,
καὶ καπίτολα. Οἱ παπάδες,
τὰ φελόνια φορεμένα,
ποιὸς καινούργια, ποιὸς σχισμένα,
σοβαρὰ περιπατώντας,
τὴ λιρώνα μελετώντας,
ξαστοχοῦν τὸν πεθαμένο,
κι ἔχουν τὸ κερὶ σβησμένο.
Ἔκαναν φωνὲς καὶ γέλια
τὰ παιδιὰ μὲ τὰ βατσέλια.
Κι ὁ καπνὸς τοῦ μισχολίβανου
ἀπὸ τὰ λιβανιστήρια
ἔμπαινε στὰ παρεθύρια.
Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦσαν,
καὶ περίλυπα ἐτηροῦσαν,
γέρνοντας τὲς κεφαλές τους,
καὶ μιλώντας γιὰ δουλειές τους.
Ἀλλὰ στὰ καμπαναρία
δὲν εἶν´ τέτοια ἀδιαφορία.
Οἱ καμπάνες πλερωμένες,
ἔκαναν σὰ βουρλισμένες.
Κι ἀφοῦ εἶδα, ἕνα πρὸς ἕνα,
οὖλα ἐκειά, ποὖχα ἰδωμένα,
τρέχει τ´ ὄνειρο καὶ μπαίνει
μέσα στὴ Φανερωμένη.
Ἤτανε στὴν ἐκκλησία
λίγο φῶς καὶ πολλὴ ἐρμία.
Καὶ κοντὰ στὸ ξυλοκρέββατο
ξάφνου ἀγροίκησα νὰ βγεῖ
ἕνα σκούξιμο μακρύ.
Ὅτι ἐλόγιασα πὼς θἆναι
ἀπὸ τόσους ἕνας κάνε,
ποὺ ἐλυπήθηκε καὶ σκούζει...
νά σου ὁ ἴσκιος τοῦ Κουτούζη!
Καθὼς πάντα ἐσυνηθοῦσε,
ὄμορφα ροῦχα φοροῦσε,
κι ἔδειχνε καμαρωτά,
τὸ καπέλλο του στραβά.
Εἰς τὸ πονηρό του χεῖλο,
πώσκιαζεν ὀχτρὸ καὶ φίλο,
ἔβλεπα μὲ θαυμασμό,
ποὖχε ἀκόμα τὸ πικρό,
τὸ συνηθισμένο γέλιο,
ξαστοχώντας τὸ Βαγγέλιο.
Ἐτριγύρισε κομμάτι
εἰς τοῦ Χάρου τὸ κρεββάτι.
Ἀλλὰ βλέποντας ἐκεῖ
τὸ καπέλο, τὸ σπαθί,
ποῦν σημεῖα τῆς ἀρχοντιᾶς,
ἐσταμάτησ᾿ ὁ παπάς.
Καὶ καλὰ κοιτάζοντας τά,
κι ὄμορφα σηκώνοντας τά,
εἰς τὴν κάσσα τὰ χτυπάει,
καὶ τ᾿ ἀκόλουθ᾿ ἀρχινάει,
τὸ κορμὶ τοῦ συχνοσειώντας,
καὶ τὰ λόγια ἀργοπορώντας:
«Καλὰ κάμαν καὶ στὰ βάλανε
ἐδῶ πάνου, ὅταν σ᾿ ἐβγάλανε!
Μὰ τὸ ναίς, ὁποῦ σοῦ πρέπει,
εἰς τὴν ὕστερή σου σκέπη,
μπρὸς στὸν κόσμο νὰ κρατεῖς
τὰ σημάδια τῆς τιμῆς!
Μ´ αὐτὰ τὰ ἴδια ἐγὼ σὲ εἶδα
ποὺ κυρίευες τὴν πατρίδα.
Τὸ θυμοῦμαι ὠιμένανε!...
Ἐπειδὴ δὲ μ᾿ ἀπομένανε,
ἐκαθόμουνα ὁ φτωχὸς
εἰς τὴν γάτα μου ὀμπρός,
κάνοντάς της χάιδια χίλια,
καὶ σὰν ν᾿ ἄκουε τῆς ἐμίλεια:
Μωρὴ γάτα, τί σου φαίνουνται
τέτοια πράματα: Ἀπομένουνται;
Νἆν᾿ ὁ Γιάννης εἰς τὸ σπίτι,
μὲ τὸν ἄλλο ξεκληρίτη,
στὴν καθίγλα νὰ προσμένουν
οὔλους τσ᾿ ἄρχοντες, ποὺ μπαίνουν,
καὶ ξανοίγουν, ἐνῶ σκύφτουνε
μὲ τὰ ταπεινὰ κεφάλια,
πλεζονιὲς καὶ κατρογυάλια;
Νιάι μου, νὰ σὲ χαρῶ,
ἔχω πίκρα καὶ καημὸ
νὰ τοὺς βλέπω, τσοὺ καημένους,
κυριακάτικα ντυμένους,
στὲς καθίγλες νὰ καθίζουν
καὶ τὰ ροῦχα τους νὰ χρίζουν! -
Τέτοια τσὴ λεγα. Ἀλλὰ τώρα,
ὁποῦ σ᾿ εὕρηκε ἡ κακηώρα,
πές, ποιὰ στόματα σ᾿ ἐκράξαν,
καὶ ποιὰ στήθη ἀναστενάξαν;
Ἂν δὲ σ´ ἔκλαψαν, ἐγὼ
σὰν παπὰς τσοὺς συχωρῶ.
Ὤ! φωνάξετε, Καιροί,
ποὺ τὸν εἴδετε κριτή,
τί καλό ῾χει γεναμένο,
κι εὐθὺς φεύγω καὶ σωπαίνω!
Ἔτσι λέοντας μεγαλώνει
τὴ φωνή του καὶ θυμώνει.
Μὰ καλὸ ναὶ πλούσιος νἆσαι,
καὶ ποτὲ νὰ μὴ θυμᾶσαι,
πὼς στοὺς δρόμους ἀϊλογᾶνε
κάποιοι μαῦροι ποὺ πεινᾶνε;
Ὅταν ἔπλασαν τὰ χέρια,
ποὺ σκορπήσανε τ´ ἀστέρια,
τοῦ θνητοῦ τὰ σωθικά,
καὶ τὰ πλάσανε καλά,
πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τ´ ἄλλα πάθια
τσοὺ ἔχουν βάλει τὴ Συμπάθεια.
Καὶ τὴν ἔδιωξες ἐσύ,
σὰν τὴν χήρα τὴ φτωχή,
ἀπ´ τὴ νιότη σου τὴν πρώτη,
γιὰ νὰ βάλεις τὴ Σκληρότη.
Αὐτὴ σὤλεε νὰ ζητᾶς
τὸ ψωμὶ τῆς φτωχουλιᾶς,
καὶ τὸ διάφορο νὰ θὲς
τρεῖς καὶ τέσσερις φορές.
Κι ὁ φτωχός, ἀπορημένος,
σ´ ἐσ´ ἐρχότουν τρομαγμένος,
γιὰ νὰ πεῖ μὲ τὸ θλιμμένο
χεῖλο: τὤχω πλερωμένο!
καὶ στὰ πόδια σου νὰ ρίξει
κλάψες μύριες, καὶ νὰ δείξει
τ᾿ ἀχαμνὰ τὰ γερατειά του,
τὴ γυναίκα, τὰ παιδιά του,
καὶ τοῦ ρούχου τὰ ξεσκλίδια.
Καὶ τοῦ ἀμόλαες κερατίδια!
Κι ἔτσι δά, μὲ τέτοιους φόνους,
γιὰ σαράντα πέντε χρόνους,
παντελῶς δὲν εἶναι θάμα,
μήτε ἀλλόκοτο τὸ πράμα,
ἂν ἐσὺ φθάσεις νὰ κρύψεις,
ἀπ´ τοὺς φόβους γιὰ νὰ λείψεις,
τὸ σωρὸ τοῦ χρυσαφιοῦ σου
καὶ στὲς τράβες τοῦ σπιτιοῦ σου.
Μὰ τῆς φτώχειας ἡ κατάρα,
δυστυχόταατη τρομάρα,
θὰ πλακώσει τὴν ψυχή σου
σὰν ἡ πλάκα τὸ κορμί σου.
Κοίτα ἂν εἶναι Δικαιοσύνη
ἐκεῖ πάνου, γιὰ νὰ κρίνει!
Δὲν ἠθέλησε ν´ ἀφήσει
τὸ κορμί σου νὰ ψοφήσει
εἰσὲ δρόμο ἢ σὲ καλύβα,
μὰ στὴν κάμαρη τοῦ Σκλίβα!
Ἐκεῖ σὤμενε νὰ φθάσεις,
καὶ τὸ λογικὸ νὰ χάσεις, -
τὸ παλιὸ τὸ σπίτι ἀφίνοντας,
εἰς τ᾿ ὁποῖο κάποιος ἐμπῆκε,
ποὺ πουλιό του δὲν ἐβγῆκε.
Σκάψε, Ρώμα, γιὰ νὰ ἰδεῖς
μὴ τὰ κόκκαλά του βρεῖς. -
Ἐκεῖ, ἐνῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι
ἐκοπίαζες μὲ τὴ μύτη,
κάνοντας σὰν τὰ παιδάκια,
ὅταν φτειάνουν φυσουνάκια,
σοὺ σηκῶναν κάποιοι τσάφοι
τὸ κλεμμένο τὸ χρυσάφι.
Ἐκεῖ ἐστέκαν, ἐνῶ σώβγαινε
τοῦ θανάτου ὁ γογγυσμός,
τὸν ἀγροίκουναν, κι ἐτρέμανε
μὴ δὲν ἤτανε ὁ στερνός.
Κάνε ἐμπόρειες ἀπ᾿ τὸ βιό σου,
ἔπειτ᾿ ἀπ᾿ τὸ θάνατό σου
καὶ τῆς φτωχουλιᾶς ν᾿ ἀφήσεις,
καὶ τὰ στόματα νὰ κλείσεις.
Ἀλλὰ ὁ Διάολος ἐφάνηκε
στὸ πλευρό σου ἀδερφικάτα,
ὅταν ἔγραφες τὴ διάτα.
Καὶ τὸ χέρι σου τηρώντας,
καὶ σκληρὰ χαμογελώντας,
ἐτραγούδουνε: Ὢ φτωχοί,
ποὺ γυρεύετε ψωμί,
κάθε λύπη τώρα ἀφῆστε,
καὶ σὲ λίγο θὰ πλουτῆστε.
Γραικοὶ σκλάβοι, ἀκαρτερεῖτε.
Γιατ´ εὐθὺς θὰ λυτρωθεῖτε.
Τὲς καδίνες θὰ πετάξτε,
εἰς τὴ Ζάκυνθο ν᾿ ἀράξτε,
εἰς τὸ μνῆμα του νὰ ὁρμῆστε,
καὶ τὴν πλάκα νὰ φιλῆστε. -
Κι ἔτσι μ᾿ ὅλο σου τ᾿ ἀσήμι,
μνέσκεις ἄκλαφτο ψοφίμι.
Ὅπως ἔζησες πεθαίνεις,
κι ἐκεῖ μέσα ὁ ἴδιος μένεις,
μὲ ξεμυτερὰ τὰ νύχια,
μαθημένα στὰ προστύχια.
Θέλω νὰ σὲ ἰδῶ, σκυλί!»
Κι ἔτσι λέοντας, τὸ σπαθί,
τὸ καπέλλο, τοῦ πετάει,
καὶ στὴν κάσσα εὐθὺς χουμάει.
Ὁ παπὰς ἐκεῖ γυρμένος,
καὶ στὰ χείλη του ἀφρισμένος,
πολεμάει νὰ τὴν ἀνοίξει.
Κι ὅτι ἀρχίνησε νὰ τρίξει,
ἐγὼ πὤλεα μὴν ὁρμήσει,
καὶ τὸ λείψανο χτυπήσει,
τρέχω γλήγορα κοντά,
γιὰ νὰ πῶ: μωρὲ παπᾶ!
Εἶναι ὁ μαῦρος πεθαμένος!
Ἀλλὰ ἐξύπνησα ἱδρωμένος.

Διονύσιος Σολωμός


(fotos Che Guevara)

.. τα σπαμ..


Η ψυχολογία σκοπό έχει να περιγράψει και να εξηγήσει τη συμπεριφορά και τις νοητικές διεργασίες των εμβίων όντων. συμπεριφορά θεωρήται η δραστηριότητα ενός οργανισμού, που μπορεί να παρατηρηθεί απο κάποιον άλλο οργανισμό ή απο τα μηχανήματα ενός πειραμ ατιστή. κολωνοσκόπιση..
εκεί if hight θήραμα κύτταρο πυρίναφ tabula rassa τάβλα τα άβουλα ράσα
, πέθανε.. dye tight tide &DTT
-να πεθάνει ο Χάρος
-ε ότι νοείν να ναι !
διαρρέουσα μεταπραγματική γραμμή
bluεκρού το χρώμα του νεκρού : οι ιδέες αποτελούν καθαρούς προσδιορισμούς της σκέψης στους οποίους, ανεξάρτητα απο την κατ' αυτον τρόπο νοητική σύλληψη τους, δεν ανταποκρίνεται καμμιά αντικειμενική πραγματικότητα.. ! ανάμεσα σε νόηση και κατ' αίσθηση αντίληψη υφίσταται μια κάποια πάντοτε αναλογία. έχουμε να κάνουμε με μιαν άμεση πάντα σχεση, συμπλοκή, σύλληψη.''i have the right to don't speak''. η νόηση εμπερικλείει ένα στοιχείο ενόρατης αμμεσότητας δλδ, αλλα το ίδιο δεν συμβαίνει και με την διάνοια. στην περιοχή της διάνοιας, στο διανοητικό χωρείν και πορεύεσθαι βρήσκεται το γνωστικό πεδίο των μαθηματικών! ..ζημιά! παρε το 166..Κέντρο Δηλητηριάσεων, 210 7793777(ΖΩΓΡΑΦΟΥ). SOS Ιατροί, 1016. Υγειονομικό Κέντρο, 210 6432332 ... Κέντρο Δηλητηριάσεων Αθήνας (01), 210 - 7793777 ...Ινδιάνοι!
ψυχό
ωμή πεδία αν-τι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

''μη'' μου up to

αντιποίημα κι άλλες καράφ-λ-ες/συναίσθημα σχεδόν κενό)
-φουμάρω μπέρτα πορτογαλική
μύδια Μύδεια μύδια
allδεβαράν φούμαρα
φορώ το άσπρο πούρο
στα πόδια παίζουνε ουρί
έλα μου αίλουρο και σκούρο
που ψάχνεις σκαμνί, κασόνι
κ' ίσκιο να γείρεις τραγούδι
αρωματικό λάδι μυρίζει κερί
σε σοφρά να πιεις αφιόνι
ανδρείκελα πέη καψόνι
cotton 100% το ρούχο

στην έρημο είμαστε της Χιλής
πάνω στις Άνδεις καίμε χιόνι
εμείς [ ποιοι ] οι μόνοι
όταν μας βρέχει η βροχή
σταγόνα έχει να σφάζει?
κι αν μας χαθεί η εποχή
πανάθεμα νάτη αναστενάζει
ιθαγενείς γυρνάνε στα καλύβια
η πένα είναι δαγκωμένα μολύβια
και με ελβετικό σουγιά ξυσμένα
που του είχε χαρίσει μια κοπέλα
τι κόλο είχε! ναι ήταν μοντέλα
όχι σαν εσένα,αχ μωρό μου
εσύ
φαινόμενο είσαι τυπάκι top
sο τι ερωτεύτηκα αβαρία
ΈΝΑστρον ''θάτερον''

χάδια μου χαλασμένα
πατάρι μου άσφαιρο
οίστρο δώσε τη λύση
το γατί? είναι γιατί
..ε "οι ποιητές πιάνουν βράχο" ή
fuck all colgatte και ''μη'' μου up to
παράτατά τα τα τα τα τάση χάμω μίλια-



Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

στη Φαίδρα σήμερα..


Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής".
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.

Κατερίνα Γώγου

«Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,

δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε

σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,

βγάλανε μια κραυγή,

σαν ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,

κάπου μακριά.

Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα

ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.

...

Ναι, αγαπημένη μου

Εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα πολεμάμε

για να μπορούμε να’ χουμε μια λάμπα,

ένα σκαμνί

ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί

ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.

Για να’ χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν,

ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε…»

Τάσος Λειβαδίτης

Περιμένω λίγο
να σκουρήνουν οι διαφορές και τ'αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα.Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μην σκεβρώσει η κίνηση.
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειας μου
και το περιστρέφω.Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες
των φόβων,τα αστέρια .Όχι ακριβώς καλησπερίζω.
Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή
τ'ασημένια κουμπάκια της απόστασης
κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει.Το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση
πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.

Κική Δημουλά

CAMBAY'S WATER


Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κουλήδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε -λέω - φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που 'πες με θυμό: Θα βγω άλλη μέρα...

Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία...»

Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια
η Μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!..
Μ'αισχρές κουβέντες τον επέιραζε ο λοστρόμος
και του περτούσε απά στα φίδια του σκουπίδια

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

Νίκος Καββαδίας

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Εκτός Ελέγχου


..

πάλι!

..

Πόλεμος


για όσα βράδια απόμειναν
να σώσουμε την ψυχή μας
απ' τον
καθρεπτισμό
του καθωσπρεπισμού
αυτών που μπερδεύουν
την αγάπη με την ευγένεια

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

φυλακίζονται οι αναμνήσεις?


..καλά είσαι?
φυλάκισες τις αναμνήσεις μου!

- γιατι είναι όλα κλειστά!

- είναι για τα δικά μου.
- έχω γρίπη με πυρετό.
που ειν'τα σεντούκια ΜΑΣ?
είναι όλα κλειστά, ασύλληπτα
και ήθελα κάτι να δω,
πήγα να θυμηθώ..
να θυμηθώ..
να γευτώ..
λίγο απ'τον ειρμό
μα ανώμαλα διαπιστώνω σε σοκ
! σοκ ! ότι δεν έχω πρόσβαση !
κι έγιναν όλα άτοπα τίποτα
ένα κλικ έγιναν ένα κλικ έγινα
κλικ όλα έγιναν κλικ κλειδωμένα
απάτητα κλικ απατηλά κλικ..
ανεκτίμητα κλικ κλειδωμένα
-ορκίζομαι να προετοιμάσω εξέγερση-

[για τους αναρχικούς που φυλακίστηκαν
παιδία μου.. ανελέητα κάφτε τα όλα!]


(art Miro/still life)

''all that i feal is a fight ..
all i can get is to selebrate
..
pull me under pull me under
i am not afraid''

εμφύλιος



υπήρξα το διαβεβαιώ τετράποδο και θέλω ανασφαλός να παραμίνω ον που ζούσε άγρια εις την φύση. πρώτον! γιατι τότε κανένα συναίσθημα στην καρδιά δεν μ'είχε αφήσει. ακολουθώντας απλός τις κλίσεις μου χωρίς περαιτέρω κρίση, μέχρι που
ο φόβος ως δόξα ντύθηκε σε πέτρες παιδείας που σέρνανε δούλοι. κι οι ευγενείς γράφοντας για αναίσθητα επινοήσεις προϋπόθεση υποκείμενα αρετής επίπονη διαμάχη και θυσία -!- διύλιζαν πετόντας την ουσία ως μίασμα στο βωμό του νου
(art Bansky)

ον σπασμένον

απάλλαξον με τα κανATIA τούτα!)

αποτύπωσαν αυλάκια το πέρασμα
στην αρχή η δόξα του Έρωτα και
έτρεξε ιδέα άναρχης αρμονίας νερά
στα κενά της κίνησης
τροχιές στενά εναύσματα

άναψαν φλόγες απο Γη σε ουρανό

συνοικώ σε τοίχους ηχητικών γραμμών
μορφές διάνοιας-μεταναστευτική ανάσα
νανούρισμα στα φιλιατρά των αυτιών
του Μορφέα σαν να ονειρεύεται
πως χαϊδεύει μιάν έναστρη
θέα
σε ύπνωσις σφαίρα
υπερόλου - αδιάφορο

θ α ν α τ ι κ ά

θα να τι κα -σπασμένο/κολλάει- κάτι να θα


φεγγαροβολίματα βούληση ποδοβολητά
σπείρα φως στη σκιά της στοάς
στο χάος, κάτι, στο διάστημα
στημένοι δια στόματος πειστικού
πίεση δλδ, υπάρχει μίξη, νόμος, διάλυμα
τότε σέβονται το συναίσθημα, πλιζ, παρακαλώ
μην τρώτε φιστίκια την ώρα που σας δείχνω
τον καινούριον δαιμόνιο τρόπο για
να σκοτώνεται ο ήρωάς -μου-!


[καθόλου δεν κοροϊδεύω, γελώ που ευφραίνομαι ισορροπώ δίνοντας κρεμάμενη γλώσσα και χείλη στην α λ ή θ ε ι α]

(art Mantegna Andrea/ samson)

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

''Νοείν''



''νόησις νοήσεως νόησις"

''..αυτό εαυτό νοείν και αυτοδιανοείσθαι η νόησις της νοήσεως του εαυτού μας: σύμπτωση δλδ., συναίρεση και αποταύτιση του νοούντος και του νοούμενου, του γνωστικού αντικειμένου του, ως διανοητού ή νοητού υπ'αυτού του ιδίου φιλοσοφικού αντικειμένου..''

(art ο no on no ήτο)

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

''θάτερον''

(ή αδερφή Καρμαζώφως τρέλα Νο1 Κασμοίρες κατεβαίνουν μίριες)

έξω έχει ήλιο, καιρόν σχεδόν ανοιξιάτικων. κι αυτό το συνειδητοποίησα πριν λίγο που βγήκα να πάρω μια ρέγκα για τις μεσημεριανές φακές. δυό πράγματα κίνησαν την σκέψη μου χθές. για μια κατάθεση λευκή, ή μια μαύρη ποιητική αυταρέσκεια αναλόγως των δυνάμεων στο διάστημα της κρίσης. πρώτον, ένας άνθρωπος, που δεκαετία τώρα φαντασιώνομαι μέχρι και σε επίπεδο πορτοκαλιού που κουρδίζεται, -όπως οι πιο στενοί μου ξέρουν την αδυναμία μου σε αυτό το άτοπο Κουρδιστάν-, μου πρότεινε να κοιμηθούμε μαζί ... κι άρχισα να μιλω να μιλώ για τη σπηλιά τη σαρξ(shark's) και την ουσία ως νοητό στη μέθεξη με τα κατ αίσθηση -υπερ ευ η αυτό- το τσιφό νερό του ρου στην κίνηση ερωτικόν, άρα το ον θέλγει το μη ον ως χρήμα αναφερόμενη στη Διοτίμα σε όριμο ορισμό και πως δρά η χαρά καταλήγοντας στην χαράδρα της γνώσης... μου είπε πως θα μπώ στο δωμάτιο, το κόλπο της πόρτας και που θα το βρώ.

τότε φιληθήκαμε, με φίλησε μάλλον με το πάθος των είκοσι, πήρα το αυτοκίνητο κι έφυγα για το σπίτι με τα βιβλία αποφασισμένη ξυπνώντας να ξεκινήσω ψυχολογία.. στον δρόμο χτύπησα ένα σκυλί και σκέφτηκα ενώ το σκότωσα πως το λύτρωσα και του έδειξα την πραγματική αλήθεια. σκέφτηκα ταυτόχρονα τις σφαίρες των προσωκρατικών, σφαίρες σφαίρες σφαίρες άτομα άτομα άτομα περνώντας το φαρμακείο, τους μπάτσους, το δημαρχείο, τον πύργο του Άιφελ, κι εκεί πως μια σφαίρα αν καρφωνόταν στο κεφάλι μου τώρα θα δοξαζόμουν. χαμογέλασα, ήμουν άνθρωπος, ναι ήμουν άνθρωπος, είμαι άνθρωπος, βούρκωσα για το σκυλί μα καθώς το δάκρυ πηγε να ξεχειλίσει με έπιασαν χασμουρητά και δεν ελεγε να ξεκολλήσει απο τα μάτια τα γεμάτα λέξεις δεμάτια και άτια υπερσελήνια αριστοτελικά, ..τελικά και πιο λαίμαργα... speed, σπίτι λέμε είναι αργά, κι ήλιος στο άλλο ημισφαίριο πέφτει για να σηκωθεί, κυκλικά σε άλλη σπηλιά, σ'αυτή του αντιήρωα κύκλωπα ψάχνοντας τον ένα ''κανένα'' πόρισμα: η πολλή φιλοσοφία σε κάνει αναίσθητο!

(art Kadinsky)

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

συνουσία ή μέθεξη



παρεμβολές εμβόλων
βέλτιστη η πολικότητα

για ένα είναι που είναι
οντότητα κι απτότητα
εως το εν των όλων

έτσι στέκεται από μόνο του
σαν φυσική ευτυχισμένη ανεξαρτησία

στο κάθε ρητό ρητορικό "τόδε τι"
όπως έχει
κι αντικατοπτρισμό
στην κάθε καθόλου θεωρία

και τώρα τι αυτό είναι θεός
ή νέα-παλιά απορείας απορία

μποΡΟΥΝ να συνεχίζουν
να ψάχΝΟΥν την άυλη ουσία

όμως άμα κι ωμά στην ξαστεριά
σε άτι πΆΝΩ, το ότι το μπορώ

-ποιο το αυτό?-
-η ύλη!-

..φιλώ τα χείλη..

(ή ακόμα και την τζαμαρία!!!)
[ή -λάθος- λίθους και βιβλία]

σε ένα παμπαν που η Γή,
είναι μικρή
κι οβάλ,

δεν περιβάλλεται με τόση σημασία

τρίτη και υδρωμένη ρέει, καταρρέει
-"τα πάντα ρει"- η κλιματική αλλαγή


(χάλασα σε πέτρες τα στυλό,
πάγωσα αγκαλιάζοντας στύλους

με άοπλο απλό "αηζων πύρ"

ζώντας μια ευήμερη εφήμερη αμερία

τύπου αμερικάνικο όνειρο)

π.χ.
π.Χ.-
ο πήχης - δρόμος
κι ελ ευ
θερ ία
.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

φιλοσοφία αλέκου μσαλαμ


-θανατική μελέτη και υπερσελίνιοι αιθέρες θεοί αθέατοι! [δεν ξανακάνω φυλακή με τον οιακιζάκη..ωχ]-
..και το φεγγαράκι το κοφτερό, το χάρτινο, το αγαπησιάρικο, πως θα το βλέπουμε απο κει πάνω, κι αν δεν υπάρχει μια ταραχή και είναι αρμονικά όλα ποιά η γλύκα της ζωής.. κι αυτός ο θεός, φαντάσου την ανοία του που τα ξέρει όλα, και δεν έχει και κανέναν της προκοπής και του σιναφιού του να κάνει παρέα, άσε που δεν ξέρει καν απο που έρχεται, ούτε τις ρίζες του δεν ξέρει.. δεν έχει αρχές που λέμε, ούτε ιδανικά πέρα απο αυτόν και να πάλι το φιλοσοφικό ερώτημα, αφού δεν υπάρχει κριτήριο γιαυτόν ούτε αρετή έχει.. και θέλω να γίνω σαν αυτόν! δεν σφάξανε, στα αισθητά λέω να μείνω και στις αισθήσεις στις γιορτές και στις λιτανίες τις ανθρωπόμορφες παγανίες και τα παγκάκια. δεν θέλω έδρες, δεν θέλω να υποχρυσοθώ σου λέω, κάτι σε ζαχαρωτό σε σοκολατένιο με γέμιση αμύγδαλο αλμύρας θέλω να γίνω σαν φάρσα φάση ηλεκτρική!

''φαέος και νυκτός''


το τίποτα στο τίποτα
το είναι του νοείν
-ο Έρως ω!- στον Έρωτα
στου όλου την αρχήν


(art Vakalo/νεφέλες)

το έβδομο βιβλίο


πόσο το φως στη στοά της σπηλιάς? -μέσα σου απλώνεται- προχωράς, σώπαινε κι άσκοπα μη μιλάς.-η φιλαυτία στο καθρέπτισμα τώρα πια ξέρεις πως αλήθεια δεν είναι, παρά ένας θολός αντικατοπτρισμός του ηλίου, μια τύφλωση το ύψος της ευθείας, ένα άδειασμα του κρανίου. μάθε να κατανοείς, να συγκρίνεις μάθε τη γνώση να φυλάς στην μνήμη σου και τι κουβαλάς ξετυλίγοντας τον μίτο της σκιάς για την επιστροφή στον τοίχο κι όσων επίπονων εκεί πίσω σε περιμένουν


(art Tsarouchis/Dionysus drunk)

όχι ναυάγιο..όχι!


οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο..οοοοοοοοοομμμμμ..
η βυσσινάδα αγκαλιάζει τα παγάκια με μια αύρα ωχρή, /(-[{που είσαι εσύ_εσύ είσαι εσύ εσύ!}]-)/

την πίνω, αραιωμένη με -κάτι μυστικό-.
-οι αγκαλιές με φοβίζουν, φοβάμαι τι να θυμάμαι μετά-

σαν αγάπη που ξεχειλίζει -όταν δεν την ρουφάει κανείς πέφτει στο πάτωμα και στραπατσάρεται [σε χαρτί απορροφητικό για τα απορήματα] .
Έχουν υπάρξει στιγμές που ένιωσα αυτό το ρούφηγμα, όπως νιώθω τις στιγμές που προκαλώ πόνο, είναι αμφίδρομη αυτή η κίνηση σε όσους έχουν ακόμα αισθήματα. Αυτά όμως είναι χάδια, χάδια είναι ναι. και την πίεση νιώθω, πραγματική, στα μηνίγγια με ιλιγγιώδης ταχύτητες σκέψεων που προσπαθούν να φτάσουν στο σημείο που περνά το υποσυνείδητο.
{τώρα που γράφω το γόνατό μου, το χτυπημένο ακουμπά στο πλυντήριο πίσω απ την μπάρα και ζεσταίνεται στην μηχανή του πλυντηρίου..}

κάποια στιγμή ψώνιστικα σε μανάβικο, αλλά δεν ήμουν εσπέριο μήλο ή κάποιο εσπεριδοειδές λάθος. το τελάρο ήμουν με ένα λιωμένο ακτινίδιο και χαλίκια και ξερά φύλλα [ιτιάς ?] .[-γαμώτο, τι τέλεια που ήταν! να το ξανακάνεις..-]
Λοιπόν, πρίν απο αυτό, πριν εξ αρχής δεν είχα αναπνευστήρα και βούτηξα και βρήκα ένα χρυσό καράβι που ναυπηγήθηκε μυθικά εκεί στον βυθό. όχι ναυάγιο, μη σε ξεγελάν τα φαινόμενα, τα αισθητά..
-απο πάντα ονειρευόμουν ένα καράβι, αυτό το καράβι που σε μια άλλη ζωή σχίζει ''τη θολή γραμμή των οριζόντων''.
-
δεν ξέρω-είσαι κι εσύ εκεί, μια βυσσινάδα με βότκα δλδ και τα παγάκια. περιτριγυρισμένοι από σκελετούς και θησαυρούς και μ' αρέσει μόνο να κάθομαι δίπλα τους, να γεννιέμαι από τις ηλιαχτίδες που ξιφίζουν την θάλασσα και φτάνουν ως εκεί και τους λαμπυρίζουν να φωτίζομαι, να βλέπω καθαρά στα μαύρα νερά για να γράφω. με αυτή την αίσθηση. σαν αρμονική τρικυμία, για τα ιδανικά που βρίσκονται και χάνονται [lost and found, συμπληρώστε την φόρμα παρακαλώ, την φόρμα, απο την άλλη μερια κυρία μου όχι στο άδειο, εκεί με τα κουτάκια, ..-καλά χαζή είναι αυτή!βαρεμένη-].
στύβω το μυαλό μου και βγαίνουν στημόνες, προσπαθώντας να καταλάβω και μπήκα εκεί, εκεί που δεν.. που δεν θέλω να βγω, με κλωτσάν και δεν λέω να βγω,.. αναπνέω τις φούσκες με τραβάνε οι φουσκωτοί και δεν θέλω ,σας λέω, να βγω, αφήστε με εδώ δίπλα απ' τη νεκροκεφαλή μου να γράφω τα ξόρκια που θα την αναστήσουν και το καράβι της θα γεμίσουν πανιά..
έη, εη, κάποιος μέσα μου ψιθυρίζει, [-έη μαλάκα μου,-] έγινε αυτό. στο κατάστρωμα είσαι το καράβι σε ταξιδεύει και εσύ διαβάζεις και γράφεις!


Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΜΑΥΡΗ ΠΟΙΗΣΗ



για το Κασμίρ πήρα τον μακρύ δρόμο του μεταξιού

ονειρεύτηκα
ξαπλώνοντας στο πεζούλι του σινικού


στην άκρη του Γάγγη,στο φλεγόμενο τάφο του Ινδού

πως στάθηκα κι έκαψα ότι χρόνια με κόπο έγραψα


μα αυτά έμειναν ανέπαφα κι άκαυτα κι ονομάσθηκαν

Μ Α Υ Ρ Η Π Ο Ι Η Σ Η

(art Sappho and phaon)

Φιλοσοφικοϊστορικό ερώτημα


ο Διογένης μέρα έβγαινε η νύκτα με το φανό για να βρει Άνθρωπο? Μέρα.
και γιατί ο Σωκράτης τον κατηγορεί ως αναξιόπιστο λόγο της Κορινθίας
αφού πλάγιασε μαζί της ''σβηστής της λυχνίας''?

(art Gerome)

Ακραίο


πέρασε απ' τη σκέψη μου -αρχέγονα- πως ήθελα να ήμασταν σιαμαία. στην καρδιά, ή στα μυαλά..καλύτερα στην καρδιά.. όχι όμως τετράποδο. ως μπάλα μάλιστα, τότε ναι!

(art Antoine Jean Gros)

Αρκετά



αρκούμαι στη μυρωδιά της φωτιάς
σαν αρκούδα που ξυπνά
από χειμέρια νάρκη

[ως άνθρωπος χωρίς εθισμούς σε ναρκωτικά]

τομή ή το ''μη''


το κεφάλι μου χορεύει. κατάφαση-άρνηση. έναστρη άσκηση, νόηση σε νησί. άδυτα παντοτινά κι άδμητα ''μη'' είναι η τομή που η σκέψη μου κατοικεί. εκεί ανάμεσα στα ναι και τα όχι των γραφών.

ίσοι



εμείς εγώ εσυ
-το έχεις αμελίσει-
βασικά είμαστε ίσοι



παίξε ή πες ξε


ξέρεις τι είναι αυτό?
ην είναι της ενέργιας κρυφό κρουστό
η ψυχή που μέσα στο άψυχο κατοικεί
Ηρακλειτίζει, αλλο-Παρμενίζει
κι όσα τις πεί η σιωπή
είναι σαν παιχνίδι
απ τον ουρανό


(art Pierre-Narcisse)

ξυπνωσις


Ασημένιες σημαίνουσες στιγμές
χρυσές στη χρήση τους
στη χρηστή τους ράχη
στα μονοπάτια του Άδη,
μαύρο σκαλίδι
μελάνι σε κρουνό
-κουράγιο και πίστη-
αγέρωχα ιστία σε άνεμο
στον Αχέροντα ποταμό
-αυτοεξόριστοι-
στης λογικής
το λευκό πηγάδι


(art Sappho statue)