Σε είδα από κοντά και με χτύπησε τέσλα. Δέος αυτάδειας. Κόντεψα να τρελαθώ.
Έβγαλα τα παπούτσια μου κάπως αργά με πόνο να το γιώσω πήρα νερό έδεσα γορδόνια στα πόδια μου σφιχτά ενωμένα γέμισα θεούληδες τα χέρια κι έπεσα γροθιά σταυρό σκαμνί και προσοχή να το πει. Σπαθιά ένα στο στέρνο στομα ώμο πιγούνι καλάθι για ψάρια το άλλο δόξα πατρί στον κρόταφο σέρνει τον Κένταυρο στο φιλί και η μύτη. Στο φιλί σου σαύρα με φτερά δικέφαλα γρίπες με το δράμα το ανθρώπινο φωλιά τα κύματα τζάμια απ' τις κορνίζες δροσουλίτες ξύλινος αχός σε χάλκινα βάθρα στρίβει το σφυρί κι η λαβίδα. Έβρεχε φωτιά ζεστή χρυσό μπλέ άσπρη ξαστεριά.
Με κοίταγε το βουντού στον τοίχο. Είχε κρεμάσει το χείλος και τα μάτια στην καληνύχτα απένταρα διαγώνια άλογα ο Πάνας Χριστός Παναγία άξιον εστί. Τα πολλά φώτα στο μεγάλο μαγαζί ελέφαντας μάγος νεράϊδες παλεστές μεταλλαγμένο το πέος στο δέλτα της τα γέλια λοξά κι από την πλάτη ελευθερία.
Άνοιξα χώρο τραγούδια με τους θεούλιδες να πιώ σκοτάδι σκόνταψα κι έπαιζε η ορχίστρα την επαρχία και τραντάχτηκε το κέντρο. Το φιλί σου δέος αυθάδιας.
Τα χέρια μου γεμάτα θεούλιδες ακόμη. Τα πόδια μου σφιχτά δεμένα να τρώω τα τέσλα μες στο νερό. Τινάζεται τοκ κέντρο μας τρέμουν και πάλονται οι επαρχίες δακρισμένα φεγγάρια μωβ βράδια και λύκοι που κουνάν τις ουρές σχοιματίζουν ψαλίδια. Πάλεψα με αποκαληπτικούς ήχους και μυρωδιές ώσπου πλύθηκα κι έφαγα πλούσια. Και διαβολόστειλα τα κακά νέα πήγα μαζί τους στο Διδιμοτυχο μπλούζ και γύρισα κι έκλαψα για να μη γελάμε για να γελάσουμε μαζί τελευταίοι με το νανούριζμα του γρίπα και τα σκυλάδικα κέντρο οι παραισθήσεις βαρύ χαλί βρεγμένο και ζωνανό.
Είδα πως κόβεται ένας κόμπος. Και να χτενίζουν με μουσική.
Δεν ήταν εφιάλτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή