Είδα στον ύπνο μου πως είχα πάει εκδρομή με λεωφορείο που είχε οργανώσει το φρικ. Και μόλις περνούσαμε από Γαργαλιάνους είδα ένα μαγαζί που πουλούσε κάτι ωραία σνίκερς στον δρόμο σα σε παγκο πανηγυριού και της είπα να κατεβώ και μόλις γυρίσουν να με πάρει. Και κατέβηκα και μόλις πήγα είχε κλείσει τα φώτα κι έκλεινε και του είπα να δω και τα ξαναάνοιξε και κοίταξα και είχαν λεπτές και ξεκολλημένες σόλες και είδα τον Θοδωρή να κάθεται με τον Τάκη τον Κύπριο σε μια καφετέρια δίπλα και χάρηκε ο Τάκης που με είδε και ο Θοδωρής αν και μαζεύτηκε και του ήρθε απότομο και του είπα τί θα γίνει με τα παιδιά πρέπει να δώσεις έστω τα μισά από αυτά που λέει ο νόμος γιατί θα σου έρθουν πολλά μαζεμένα όταν γίνει το δικαστήριο και με κοίταζε σα χαμένος ως συνήθως όταν του έβαζα ευθύνες. Και έφυγα και πήγα στα σνίκερς που ήταν ακόμη φωτισμένα και ήταν κόσμος και είχα ξεχάσει το κινητό μου πάνω στον πάγκο και είδα μια κλήση από το φρικ και πήρα το τηλέφωνο κάποιου γιατί δεν είχα μονάδες και την πήρα και δεν το σήκωσε και σκεφτόμουν ποιον έχω εκεί να πάω να μείνω και σκέφτηκα πρώτον τον Χαρικλή αλλά προβληματιστηκα γιατί βραχυκυκλώνει μαζί μου κι όπως κοιτάω στον δρόμο βλέπω το αγροτικό και λέω ρε αφού έχω το αμάξι σα να ήταν τελείως λογικό που ήταν παρκαρισμένο εκεί. Και ξύπνησα δεν θυμάμαι κάτι άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή