Τρέχω χιλιόμετρα κάνω δέκα πράγματα ταυτόχρονα κάτι ώρες κάνω σε μια μέρα πράγματα που οι άνθρωποι θέλουν ένα μήνα για να τα κάνουν. Και να εδώ για εκατό μέτρα διαδρομή κοντεύω τον αιώνα. Κάνω ένα βήμα και είναι σα να παλεύω με όλα τα τέρατα της αβύσσου και βγαίνω ξέπνοη. Σε άλλη περίπτωση σε ένα μήνα θα είχα τελειώσει για κάτι που μου χρειάστηκαν χρόνια πέτρινα χρόνια και θάνατοι εσωτερικοί κι αναστάσεις. Κι αποδιώχνω τώρα την φαντασία μου και τον κόσμο μου τον αρνούμαι για να πάω πιο γρήγορα για να μη χάνομαι εκεί και σπάω τα μολύβια μου να μην έχω, να μην παίρνω από τα μολύβια χαρά και να ξεγελιέμαι για να μείνω στο σώμα μου το πραγματικό για να κινήσει το βήμα. Βλέπω γύρω μου κίτρινα σέπια το παρόν μου το ζω παρελθόν. Αλλά δεν θέλω ούτε να φτιάχνω εικόνες το μέλλον γιατί ξέρω ότι θα τρελαθώ αν.. αλλά το μυαλό και η καρδιά μου φτιάχνει χωρίς να με υπολογίζει πως θα με τρελάνει, πως θα πεθάνει αν πέσει από τόσο ψηλά. Και συνεχίζω να ακροβατώ χιλιοστό το χιλιοστό με όλη μου την συγκέντρωση όσο μπορώ στην αγάπη να μάθω. Να αφήνω το σώμα μετέωρο, έρχεται δεύτερο γιατί ίσως καν να μην υπάρχει, να μην υπήρξε ποτέ να μην υπάρξει. Και να επαναστατεί, σηκώνει το ανάστημα με επιτάσσει με φέρνει στην πόρτα σου για το τώρα, με το τώρα να πέφτει στο πηγάδι μαζί με όλα τα δύσκολα λόγια του τα αεροδυναμικά. Να γδέρνομαι να ξαναβγώ στην επιφάνεια να αναρρώνω για να ξαναρθώ και να καθυστερώ έτσι τα βήματα για μια ευκαιρία στο μέλλον μέσα σε τόσο σκοτάδι σε άγνωστο μονοπάτι με βροχή ασταμάτητη. Με σταγόνες που πέφτουνε σφαίρες σε μέτωπο άναρχο με τις επικοινωνίες κομμένες και τον ασύρματο σε σιγή. Να πονάει το κορμί. Κι έτσι σαν όνειρο να με στραβώνει ένας ήλιος άσπρος σε άσπρο ουρανό. Να ξυπνάω θαμμένος στο χιόνι. Να ξυπνάω και γύρω μου η φωτιά να με ζώνει. Να κλείνω τα αυτιά και να με ξεκουφαίνουνε στίχοι που μου ξυπνούν αναμνήσεις σαν αναμνήσεις. Να μη μπορώ να ξεχάσω τίποτε από έναν κόσμο που δεν είναι δικός μου αλλά δικός μας. Σε έναν κόσμο χωρίς εκκίνηση. Απαρνημένο χιλιάδες φορές με χιλιάδες τρόπους, προδομένο και το ίδιο επαναλαμβανόμενα. Χωρίς έλεος και χωρίς διακοπή. Ξέχασα από πού ήρθα. Ύστερα άρχισα να θυμάμαι, τις χαρές που με πληγώνουν πιο πολύ. Τις αμέτρητες ώρες μου μέσα στα κείμενα. Τα ονόματα που σαν ψαλίδια κάνανε χαρτοπόλεμο τα φτερά μου. Τα ονόματα που τα ξαναγέννησαν σε μια γη μακρινή πόσο μακρινή θε μου. Μα δεν μπορώ να ζήσω μακριά, δεν ζω μακριά σου όσο ντόρο κι αν προκαλώ, ότι κι αν έφτιαξα ότι κι αν έγινα. Έγινα μέσα μου παιδί εκατό χρονών. Να ξεχαρβαλώνω να κλοτσάω εφηβικά απαγορευτικά. Να κοιτώ στα κλεφτά. Να παρανοώ να ζητιανεύω. Να πιστεύω χωρίς αντίκρισμα να έρχομαι να πηγαίνω. Μα όλα αυτά μου χάρισαν απίστευτα συναισθήματα και μεθύσια. Μου χάρισαν ιχώρ και αίμα. Μου δίνουν λίγο λίγο πίσω τον εαυτό μου. Ατόφιο τον ξέρασαν. Αφού ξεπέρασαν κι έγραψαν πάνω σε ότι πρότερα με είχε σημαδέψει. Έγραψαν πράγματα που τα νιώθω πολύ δικά μου και δεν μπορεί να μου τα πάρει κανείς διότι κανείς δεν μου τα έδωσε. Είναι από πάντα δικά μου. Είναι ο αγώνας μου να αγαπήσω. Η ζωντανή ελπίδα να γεννηθώ. Είπα δεν θα πέσω και δεν θα πέσω. Έχω δεθεί απ’ τον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή