Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

πως πονώ και ντρέπομαι στο αντίο

 Μου έκανες νόημα να’ ρθώ να στα σκοτεινά να σε βρω

Κι ήμουν εκεί κάθε στιγμή   …μίλα κελί μου

Με την πνοή μου , στα ψηλά ντουβάρια, μέρες σου χάραζα

 

Τη μοναξιά μου μου τη θύμισαν οι πολλοί

ότι είμαι μικρή εκείνοι που δε ξέρω

την τρέλα μου την σιγοντάραν οι τρελοί

κι ο χρόνος μια πίκρα για όσα δε καταφέρνω

 

Και τώρα σε ποιόν να μιλήσω

                     σε ποιόν να τα πω

ποιος είδε τα χνάρια μου σ’ αυτήν την ατραπό

ποιος είδε το όνειρό μου το παλιό να με κυριεύει

ποίος ήρθε να με δει στη φυλακή

να με τραβήξει απ’ τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα

 

Μεγάλο θέμα …μεγάλο θέμα

 

Βαρυγκωμιά μου τράβα και χάσου μακριά μου

Κοσμογωνιά μου, τι μου απέμεινε τι

Η μικρή θεωρία μου είναι νεκρή

 

Έτρεχα πάντα και στεκόσουν μπροστά μου

Η γη κι η θάλασσα γινήκαν η φωνή μου

Σημάδια στα περάσματα

Ποτέ δεν άλλαζα

Βλαστημούσα την ίδια τη στιγμή που αγαπούσα

…και γελούσα

Χιλιοκάλεστη μούσα – απ’ όλα παρόν απούσα.

 

Περίμενα σκεφτόμουν δε μιλούσα

ήμουν μικρή και μου έταζες πανάκριβα λούσα

Μα εγώ μου έταξα πως θα είμαι εδώ και θα αντέξω

 

Είπα κάλιο να μπλέξω, να χάσω όσα έχω

Μα δε προβλέπετε αδερφέ μου να ‘μαι εγώ στην απέξω

Θα ξεδιψάσω μ’ ότι μένει τώρα στη στερνή γουλιά

 

Και μιλιά, δε θέλω μιλιά από κανέναν

Με έχει κόψει η σιωπή απόψε στα δυό

Ένα κομμάτι μου πήγε για πάντα στα χαμένα

 

Κοιτούσα αλλού… ντρεπόμουν αν ακούσω το αντίο

Σε ποιόν να μιλήσω, που να πάω να τα πω

Σε ποιού ανέμου την άκρη να σκαρφαλώσω να φύγω

Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει να αγαπώ

 

Ότι αγκαλιάζω δυνατά μου φαίνεται πως το πνίγω

Κι ανοίγω …κι ανοίγω

Μια καταπίνω μια φτύνω

 

Να’  βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου

Να με τραβήξει απ’ τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα

 

Παραμύθια ξέχνα και στάσου κοντά μου

Σ’ άκουσα τη νύχτα να μετράς τα όνειρά μου

Σε ένα χαρτί τ’ ακουμπάς και ρωτάς αν είναι δικά σου

Πεθυμιά μου, ριζαριό από πνιχτό παρακάλι

 

Ήμουν εκεί κάθε στιγμή, μίλα φωνή μου

Σε μια ρωγμή μέσα εκεί βρήκα ήλιο και χάραζα

Πληγή μου σ’ άντεξα

Σε βάφτισα γη μου και ψέματα στα περάσματα ποτέ δεν άφησα

Δε σ'άφησα

 

Βλαστημούσα την ίδια στιγμή που αγαπούσα

Ξεδιψούσα με ποίημα και με το ποίημα μας ζούσα

 

Περίμενα …περίμενα σιωπούσα

Την ανάσα μου στο στέρνο στριμωγμένη κοιτούσα

Κόμπος στα χέρια

Κόμπος στη γλώσσα

 

Ίσα να μείνω εδώ στα όμορφα, στα όσα

Σ’ αυτά που με ανύψωσαν σ’ αυτά που με βαλτώσαν

 

 Όμως έγινε έτσι κι έτσι πορεύτηκα

Απ’ το κελί μου το στενό να βουτάω στο απλόχωρο

Μα την αλήθεια νιόβγαλτο μου ψέμα, άδειο κι απρόσιτο

Γουλιά μου γουλιά φαρμάκι στης μοναξιάς τη δίψα

Να ανοίγω… ανοίγω μια πληγή για στόμα…

 

Σβήσε τα χνάρια μου στο δρόμο τα περίσσια

Και κοίτα με …κοίτα με …κοίτα με πάλι στα ίσια

Όσα θέλησα είναι εδώ και γυρίζουν

σαν τις αδικοχαμένες ψυχές

 

Τα θελήσαμε ίσως κι οι δύο .


Έτσι όποιο σώμα βρουν ανοιχτό μπαίνουν μέσα

...πνευματάκια μου, ιστορίες μου όμορφες,

ιδρωμένα σεντόνια, εκδρομές στα χιόνια

για τα ατέλειωτα που βολοδέρνω 

έξω απ' το σώμα μου χρόνια 

 

το λάδι μου βγάζω, της ψυχής μου, βάζω να σε κερνώ 

άκρατο κι ασυγκράτητο κάμα

ακόμα σ' αγαπώ και μπορώ

να σε φέρνω στην αγκαλιά μου





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή